- κεχρημένοι
- χράω 2proclaimperf part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SEPULCHRA — fuêre olim Veteribus, quae etiam antea domos praebuerant, speluncae, Auctor Etymologici, τὸ γὰρ παλαιὸν εν τοῖς κοιλώμασι τῆς γῆς ἔθαπτον μήτε σιδηρῳ μήτε χαλκῷ κεχρημένοι. Postea terrâ humandi ritus coepit: Et pauperiores quidem in puteos… … Hofmann J. Lexicon universale
επιτελεστικός — ή, ό (Α ἐπιτελεστικός, ή, όν) [επιτέλεσις] αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση τού ποθούμενου αρχ. 1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί»,… … Dictionary of Greek